ἐκκαθεύδω

ἐκκαθεύδω
ἐκκαθεύδω,
A sleep out of one's quarters, X.HG2.4.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκκαθεύδω — ἐκκαθεύδω (Α) κοιμάμαι έξω από το σπίτι μου ή τη συνηθισμένη μου διαμονή …   Dictionary of Greek

  • ἐξεκάθευδον — ἐκκαθεύδω sleep out of one s quarters imperf ind act 3rd pl ἐκκαθεύδω sleep out of one s quarters imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”